-
1 лесонасаждение
1. (разведение лесов) η αναδάσωση, η δενδροφύτευση 2. (участок, насаженный лесом) η δενδρο-φυτείαполезащитное - οι προστατευτικές (π.χ. από άνεμο) δασικές ζώνες, φυτοπρο-στατευτικά δέντρα ή θάμνοι γύρω από τα χωράφια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лесонасаждение